- ξερολίθι
- ξερολίθι, το και ξερολιθιά, ητοίχος από πέτρες χωρίς λάσπη, ξεροντούβαρο, ξερολιθοδομή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξερολίθι — το η ξερολιθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + λίθι (< λίθος), πρβλ. κουφο λίθι] … Dictionary of Greek
ξερολιθιά — η [ξερολίθι] τοίχος που χτίζεται με λίθους χωρίς συνδετικό κονίαμα, χωρίς λάσπη, ξηρολιθοδομή … Dictionary of Greek
ξεροτρόχαλος — το τοίχος κατασκευασμένος από λίθους, από τροχάλους χωρίς συνδετική ύλη, ξερολίθι, ξηρολιθοδομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + τρόχαλος «σωρός λίθων»] … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek